- χαλκοπρόσωπος
- η , ο [ος, ον] наглый, бесстыжий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκοπρόσωπος — ον, Α μτφ. αναιδής, αδιάντροπος («ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾱν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αἰγο πρόσωπος, μακρο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
χαλκοπρόσωπος — η, ο αυτός που το πρόσωπό του είναι σαν χάλκινο, αυτός που δεν κοκκινίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek